- πεταλουδίζω
- πεταλούδισα, πετώ ή μοιάζω σαν πεταλούδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεταλουδίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεταλουδίζω — Ν [πεταλούδα] 1. πετώ γρήγορα και χαριτωμένα σαν πεταλούδα 2. κάνω χαριτωμένες κινήσεις … Dictionary of Greek
πεταλούδισμα — το, Ν [πεταλουδίζω] 1. ελαφρό και χαριτωμένο πέταγμα σαν τής πεταλούδας 2. ανάλαφρο σκίρτημα … Dictionary of Greek